οικοπεδούχος

οικοπεδούχος
[икопедухос] ουσ. а. землевладелец

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οικοπεδούχος" в других словарях:

  • οικοπεδούχος — ο, η ιδιοκτήτης οικοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + ούχος* (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • οικοπεδούχος, ο — η ο ιδιοκτήτης οικοπέδου: Οι οικοπεδούχοι ζητούν αντιπαροχή μεγάλο ποσοστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»